- ξεζούμισμα
- τοη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζουμίζω, στίψιμο, απομύζηση, εξάντληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεζούμισμα — το, ατος 1. αφαίρεση του ζουμιού. 2. μτφ., εκμετάλλευση, οικονομική εξάντληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
στύψιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών») 2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ τού αόρ … Dictionary of Greek
έκθλιψη — η 1. (για καρπούς), στίψιμο, ξεζούμισμα: Έκθλιψη σταφυλιών. 2. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης: Στη φράση «απ άκρη» έπαθε έκθλιψη το ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)